Κλινική διαφορική διάγνωση της ρινοκολπίτιδας©

 

alt
Ακμπαράουι Χάλεντ Ωτορινολαρυγγολόγος, Διευθυντής ΩΡΛ Κλινικής του Γεν. Νοσοκομείου Πύργου, Ηλείας

Οι ασθενείς με συμπτώματα αλλεργικής ή μη αλλεργικής ρινίτιδας ισχυρίζονται ότι πάσχουν από ''ιγμορίτιδα'' και γι' αυτό ζητούν βοήθεια από τον ωτορινολαρυγγολόγο. Είναι όμως δυνατόν η ρινίτιδα να εξελιχτεί σε ρινοκολπίτιδα, διότι η ανάπτυξη της αλλεργικής φλεγμονής αποφράσσει τα στόμια αποχέτευσης  των κόλπων. 

 

Οι οδοντικές λοιμώξεις της άνω γνάθου μπορεί να μιμηθούν συμπτωματολογία γναθιαίας κολπίτιδας. 

Οι προσωπαλγίες και ημικρανίες ή πονοκέφαλος ενδοκρανιακής αιτιολογίας πρέπει να ερευνώνται και να μην αποδίδονται εύκολα σε ρινοκολπίτιδα. Ένα άτυπο άλγος του προσώπου ή της κεφαλής πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκεται από την κροταφική αρτηρίτιδα. 

 

Στην κλινική πράξη οι μετωπιαίες κεφαλαλγίες είναι μεν συνηθισμένες, αλλά συχνά εσφαλμένα αποδίδονται σε ρινοκολπίτιδα. Η εσφαλμένη διάγνωση των μετωπιαίων κεφαλαλγιών και ή των προσωπαλγιών έχει αντιμετωπιστεί με την εύκολη προσέγγιση και υπερχρήση των αξονικών τομογραφιών.

 

Η παρουσία προσωπαλγίας/κεφαλαλγίας μόνον και θόλωση των παραρρινίων κόλπων στην αξονική τομογραφία δεν πληροί τα κριτήρια ούτε της οξείας ρινοκολπίτιδας, ούτε  της χρονίας ρινοκολπίτιδας.

 

Άλλη  συμπτωματολογία, η αξονική τομογραφία και τα ενδοσκοπικά ευρήματα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, για να προληφθεί η λανθασμένη διάγνωση της ρινοκολπίτιδας και των άσκοπων χειρουργικών επεμβάσεων.

Σε κείνες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η κλινική εκδήλωση  δεν υποστηρίζει μια διάγνωση ρινοκολπίτιδας, χρειάζεται αεπαναξιολόγηση της αξονικής τομογραφίας και νευρολογικός έλεγχος, ώστε να τεθεί η ακριβής διάγνωση και να αποφασιστεί, το αν πραγματικά ο ασθενής πρέπει να αντιμετωπιστεί χειρουργικά [3].

 

Η χρονία ρινοκολπίτις που επιπλέκεται με ρινικούς πολύποδες χαρακτηρίζεται από εντονότερου βαθμού ρινική απόφραξη, ρινική έκκριση, υποσμία και συμφόρηση στο πρόσωπο, που οδηγούν σε υψηλότερη κλίμακα έντασης των συμπτωμάτων.

Αυτή η μορφή ρινοκολπίτιδας χαρακτηρίζεται επίσης από χειρότερα αντικειμενικά ευρήματα, που διαπιστώνονται με τον ενδοσκοπικό έλεγχο και την αξονική τομογραφία[1]. 

 

Μεταξύ των νόσων που πρέπει να αποκλείονται στη διαφορική διάγνωση της χρονίας ρινοκολπίτιδας είναι οι διάφορες φλεγμονώδεις και λοιμώδεις νόσοι, τα νεοπλάσματα, οι κοκαϊνομανία και ο τραυματισμός, τα οποία μπορεί να εμφανίζονται κλινικά ως κοκκιωματώδη ευρήματα και να αποτελούν συνοδά της νόσου, για την οποία παραπονείται ο ασθενής.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις συνιστάται προσεκτική αξιολόγηση των ιστοπαθολογικών ευρημάτων από έμπειρο παθολογοανατόμο. Μερικές λοιμώξεις όπως η διηθητική μυκητιασική ρινοκολπίτιδα και το ρινοσκλήρωμα μπορεί να έχουν μια χρόνια κοκκιωματώδη πορεία, που να απαιτήσει εκτεταμένη χειρουργική και φαρμακευτική θεραπεία.

 

Οι πιθανότητες θεραπείας της κοκκιωμάτωσης του Wegener  έδειξαν αποτυχία με τη χορήγηση της ετανερσέπτης, αλλά η μακροχρόνια χορήγηση κυκλοφωσφαμίδης, μεθοτρεξάτης και λεφλουνομίδης υπήρξαν ελπιδοφόρες. Οι καταστρεπτικές βλάβες της μέσης γραμμής, που προκαλούνται από τη ρινική χρήση κοκκαϊνης δυστυχώς συνοδεύονται από υψηλή επίπτωση κυτταροπλασμικών αντιουδετεροφιλικών κυτταροπλασματικών αντισωμάτων.

Η αξία αυτής της δοκιμασίας έχει περιορισμένη χρησιμότητα όταν υπάρχει η πιθανότητα διάγνωσης της κοκκιωμάτωσης του Wegener.[2] 


Η παρουσία όγκου. 

Στα παιδιά  πρέπει να αποκλείονται άλλες αιτίες πρόκλησης των συμπτωμάτων όπως η απόφραξη του ρινοφάρυγγα από  υπερτροφία των αδενοειδών εκβλαστήσεων, η ενσφήνωση ξένου σώματος στη μύτη, η παρουσία όγκου, η ατρησία των ρινικών χοανών, η σκολίωση του ρινικού διαφράγματος. 


Διαφορική διάγνωση ρινοκολπίτιδας από όγκο σε παραρρίνιο κόλπο. 

Η παρουσία κακοήθειας σ' έναν παραρρίνιο κόλπο είναι σπάνια.  Σπανίως ένας όγκος γίνεται κλινικά αντιληπτός, στα αρχικά του στάδια.  Τα σημεία και συμπτώματα  ενός όγκου εξαρτώνται από την επέκταση του όγκου στα κολπικά τοιχώματα ή την τοπική του διήθηση.

 

Τοπικά συμπτώματα που μπορεί να προκληθούν από έναν όγκο είναι :Επίσταξη, πρόπτωση οφθαλμού, τρισμός, πληρότητα της παρειάς ή της υπερώας, παράλυση κρανιακού νεύρου ή νεύρων, μούδιασμα στο πρόσωπο και χαλάρωση των δοντιών της άνω γνάθου. 

Οι λεμφαδενικές μεταστάσεις είναι σπάνιες. Που όμως αν βρεθούν είναι κακής πρόγνωσης. 

 

Βιβλιογραφία 

1. Dudvarski Z, Pendjer I, Djukic V, Janosevic L, Mikic A. The analysis of clinical characteristics of the chronic rhinosinusitis: complicated and uncomplicated form. Eur Arch Otorhinolaryngol.2008 Aug; 265(8):923-7. Epub 2008 Feb 5.

2. Fuchs HA, Tanner SB. Granulomatous disorders of the nose and paranasal sinuses.  Curr Opin Otolaryngol Head Neck Surg. 2009 Feb;17(1):23-7.

3. Thornton MA, Brown C. Up front about frontal headaches and sinusitis. Ir Med J.2009 Apr;102(4):120-2.