MESULID

Mesulid

1   ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ Mesulid®

2.  ΠΟΙΟΤΙΚΗ & ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ_Κάθε δισκίο περιέχει 100 mg νιμεσουλίδης. Για τα έκδοχα βλ. Παράγραφο 6.1. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ Δισκίο. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:

4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις: Θεραπεία του οξέος πόνου (βλ. παράγραφο 4.2). Συμπτωματική θεραπεία της επώδυνης οστεοαρθρίτιδας (βλ. παράγραφο 4.2). Πρωτοπαθής δυσμηνόρροια. Η νιμεσουλίδη θα πρέπει να συνταγογραφείται μόνο ως θεραπεία δεύτερης γραμμής. Η απόφαση της συνταγογράφησης νιμεσουλίδης θα πρέπει να βασίζεται σε μία αξιολόγηση των συνολικών κινδύνων του κάθε ασθενούς (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.4).

4.2  Δοσολογία & τρόπος χορήγησης: Η ελάχιστη αποτελεσματική δόση θα πρέπει να χρησιμοποιείται για τη μικρότερη δυνατή περίοδο για μείωση των ανεπιθύμητων ενεργειών. Η μέγιστη διάρκεια για έναν κύκλο θεραπείας με νιμεσουλίδη είναι 15 ημέρες. Τα δισκία νιμεσουλίδης 100 mg θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη μικρότερη δυνατή περίοδο, όπως απαιτείται από την κλινική κατάσταση του ασθενούς. Ενήλικες: Δισκία: ένα δισκίο των 100 mg δύο φορές την ημέρα μετά από γεύμα. Ηλικιωμένοι: στους ηλικιωμένους ασθενείς δεν υπάρχει ανάγκη μείωσης της ημερήσιας δοσολογίας (δείτε παράγραφο 5.2). Παιδιά (<12 ετών): Τα δισκία νιμεσουλίδης 100 mg αντενδείκνυται σε αυτούς τους ασθενείς (δείτε επίσης 4.3). Έφηβοι (από 12 έως 18 ετών): με βάση το φαρμακοκινητικό προφίλ στους ενήλικες και τα χαρακτηριστικά φαρμακοδυναμικής της νιμεσουλίδης, δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας σε αυτούς τους ασθενείς. Α νεπαρκής νεφρική λειτουργία: με βάση τη φαρμακοκινητική, δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης <30 - 80 ml/λεπτό, ενώ τα δισκία νιμεσουλίδης 100 mg αντενδείκνυται σε περίπτωση βαριάς νεφρικής ανεπάρκειας (κάθαρση κρεατινίνης <30 ml/λεπτό) (δείτε παραγράφους 4.3 και 5.2). Ηπατική ανεπάρκεια: η χρήση των δισκίων νιμεσουλίδης 100 mg αντενδείκνυται σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια (δείτε παράγραφο 5.2).

4.3. Αντενδείξεις: Γνωστή υπερευαισθησία στη νιμεσουλίδη ή σε κάποια από τα έκδοχα. Ιστορικό αντιδράσεων υπερευαισθησίας (π.χ. βρογχοσπασμός, ρινίτιδα, κνίδωση (ουρτικάρια) στο ακετυλοσαλικυλικό οξύ ή άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Ιστορικό ηπατοτοξικών αντιδράσεων στη νιμεσουλίδη. Ταυτόχρονη έκθεση σε άλλες δυνητικά ηπατοτοξικές ουσίες. Αλκοολισμός, κατάχρηση ουσιών. Ενεργό γαστρικό ή δωδεκαδακτυλικό έλκος, ιστορικό υποτροπιάζοντος έλκους ή γαστρεντερικής αιμορραγίας, αγγειοεγκεφαλική αιμορραγία ή άλλη ενεργός αιμορραγία ή αιμορραγικές διαταραχές. Βαριές διαταραχές της πήξης του αίματος. Βαριά καρδιακή ανεπάρκεια. Βαριά νεφρική ανεπάρκεια. Ηπατική ανεπάρκεια. Ασθενείς με πυρετό και/ ή γριπώδη συμπτωματολογία. Παιδιά κάτω των 12 ετών. Το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης και της γαλουχίας (δείτε παραγράφους 4.6 και 5.3).

4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις & ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση: Ο κίνδυνος ανεπιθύμητων ενεργειών μπορεί να μειωθεί με τη χρήση των δισκίων νιμεσουλίδης 100 mg για το συντομότερο δυνατό διάστημα. Η θεραπεία θα πρέπει να διακόπτεται εάν δεν παρατηρείται κάποιο όφελος. Σπάνια τα δισκία νιμεσουλίδης 100 mg έχουν αναφερθεί να σχετίζονται με σοβαρές ηπατικές αντιδράσεις, περιλαμβανομένων πολύ σπάνιων θανατηφόρων περιπτώσεων (δείτε επίσης παράγραφο 4.8). Ασθενείς που εμφανίζουν συμπτώματα συμβατά με ηπατική βλάβη κατά τη διάρκεια της θεραπείας με δισκία νιμεσουλίδης 100 mg (π.χ. ανορεξία, ναυτία, έμετο, κοιλιακό άλγος, αίσθημα κοπώσεως, σκούρα ούρα) ή ασθενείς που αναπτύσσουν παθολογικές λειτουργικές δοκιμασίες του ήπατος πρέπει να διακόπτουν τη θεραπεία. Αυτοί οι ασθενείς δεν θα πρέπει να επανεκτίθενται στη νιμεσουλίδη. Ηπατική βλάβη, στις περισσότερες περιπτώσεις αναστρέψιμη, έχει αναφερθεί και μετά από σύντομη έκθεση στο φάρμακο. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με νιμεσουλίδης οι ασθενείς πρέπει να συμβουλεύονται να μην κάνουν χρήση άλλων αναλγητικών. Η ταυτόχρονη χρήση διαφορετικών ΜΣΑΦ δεν συνιστάται. Ασθενείς που λαμβάνουν νιμεσουλίδη και εμφανίζουν πυρετό και/ ή γριπώδη συμπτωματολογία θα πρέπει να διακόπτουν την αγωγή. Γαστρεντερική αιμορραγία ή έλκος/ διάτρηση μπορεί να εμφανισθούν οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ή χωρίς προειδοποιητικά συμπτώματα ή προηγούμενο ιστορικό γαστρεντερικών συμβαμάτων. Εάν εμφανισθεί γαστρεντερική αιμορραγία ή έλκος, η νιμεσουλίδη πρέπει να διακοπεί. Η νιμεσουλίδη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με γαστρεντερικές διαταραχές, περιλαμβανομένου ιστορικού πεπτικού έλκους, ιστορικού γαστρεντερικής αιμορραγίας, ελκώδους κολίτιδας ή νόσου του Crohn. Σε ασθενείς με νεφρική ή καρδιακή ανεπάρκεια, απαιτείται προσοχή καθώς η χρήση των δισκίων νιμεσουλίδης 100 mg μπορεί να προκαλέσει απορύθμιση της νεφρικής λειτουργίας. Σε περίπτωση απορύθμισης, η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται (δείτε επίσης παράγραφο 4.5). Οι ηλικιωμένοι ασθενείς είναι ιδιαίτερα ευπαθείς στις ανεπιθύμητες ενέργειες των ΜΣΑΦ περιλαμβανομένης της γαστρεντερικής αιμορραγίας και διάτρησης, βλάβης της νεφρικής, καρδιακής και ηπατικής λειτουργίας. Ως εκ τούτου, συστήνεται κατάλληλη κλινική παρακολούθηση. Καθώς η νιμεσουλίδη μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία των αιμοπεταλίων, πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με αιμορραγική διάθεση (δείτε επίσης παράγραφο 4.3). Εν τούτοις τα δισκία νιμεσουλίδης 100 mg δεν αποτελούν υποκατάστατο του ακετυλοσαλυκιλικού οξέος για καρδιαγγειακή προφύλαξη. Η χρήση των δισκίων νιμεσουλίδης 100 mg μπορεί να επηρεάσει τη γυναικεία γονιμότητα και δεν συνιστάται σε γυναίκες που επιχειρούν να συλλάβουν. Σε γυναίκες που έχουν δυσκολίες να συλλάβουν ή υπόκεινται σε έλεγχο για στειρότητα, διακοπή των 100 mg δισκίων/ 100 mg κοκκίων/200 mg υπόθετων νιμεσουλίδης, θα πρέπει να εξετάζεται (δείτε παράγραφο 4.6).

4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές   αλληλεπίδρασης. Φαρμακοδυναμικές αλληλεπιδράσεις:Ασθενείς που λαμβάνουν βαρφαρίνη ή παρόμοιους αντιπηκτικούς παράγοντες ή ακετυλοσαλικυλικό οξύ έχουν αυξημένο κίνδυνο αιμορραγικών επιπλοκών όταν λαμβάνουν νιμεσουλίδη. Ως εκ τούτου, αυτός ο συνδυασμός δε συνιστάται (δείτε επίσης 4.4) και αντενδείκνυται σε ασθενείς με βαριές διαταραχές της πήξης του αίματος (δείτε επίσης   4.3).   Εάν   ο   συνδυασμός   δεν   μπορεί   να   αποφευχθεί,   η   αντιπηκτική   δραστηριότητα   πρέπει   να παρακολουθείται στενά.

Φαρμακοδυναμικές/ φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις με διουρητικά: Σε υγιείς, η νιμεσουλίδη παροδικά μειώνει την επίδραση της φουροσεμίδης στην αποβολή νατρίου και, σε μικρότερο βαθμό, στην αποβολή καλίου και μειώνει τη διουρητική ανταπόκριση.   Η  συγχορήγηση νιμεσουλίδης και φουροσεμίδης έχει ως αποτέλεσμα μια μείωση (κατά περίπου 20%) της AUC και της αθροιστικής αποβολής της φουροσεμίδης, χωρίς να επηρεάζει τη νεφρική κάθαρση. Η ταυτόχρονη χορήγηση φουροσεμίδης και 100 mg δισκίων/100 mg κοκκίων/200  mg υπόθετων νιμεσουλίδης απαιτεί προσοχή  σε ευαίσθητους νεφροπαθείς ή καρδιοπαθείς ασθενείς, όπως περιγράφεται στην παράγραφο 4.4.

Φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα: Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα έχει αναφερθεί να μειώνουν την κάθαρση του λιθίου, με αποτέλεσμα αυξημένα επίπεδα πλάσματος και τοξικότητα στο λίθιο. Εάν τα δισκία νιμεσουλίδης 100 mg συνταγογραφηθούν σε ασθενή που λαμβάνει θεραπεία με λίθιο, τα επίπεδα του λιθίου πρέπει να παρακολουθούνται στενά. Πιθανές φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις με γλυβενκλαμίδη, θεοφυλλίνη, βαρφαρίνη, διγοξίνη, σιμετιδίνη και ένα αντιόξινο σκεύασμα (δηλαδή συνδυασμό υδροξειδίου του αργιλίου και υδροξείδιο του μαγνησίου) μελετήθηκαν επίσης in vivo. Δεν παρατηρήθηκαν κλινικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις. Η νιμεσουλίδη αναστέλλει το CYP2C9. Οι συγκεντρώσεις πλάσματος φαρμάκων που είναι υποστρώματα αυτού του ενζύμου μπορεί να αυξηθούν όταν τα δισκία νιμεσουλίδης 100 mg χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα. Προσοχή απαιτείται εάν η νιμεσουλίδη χρησιμοποιηθεί λιγότερο από 24 ώρες πριν ή μετά από θεραπεία με μεθοτρεξάτη διότι τα επίπεδα ορού της μεθοτρεξάτης μπορεί να αυξηθούν και ως εκ τούτου η τοξικότητα αυτού του φαρμάκου μπορεί να αυξηθεί.  Λόγω της επίδρασης τους στις νεφρικές προσταγλανδίνες, οι αναστολείς της συνθετάσης των προσταγλανδινών όπως η νιμεσουλίδη μπορεί να αυξήσουν τη νεφροτοξικότητα των κεφαλοσπορινών.

Επιδράσεις άλλων φαριιάκων στη νιμεσουλίδη: Μελέτες in vitro έχουν δείξει παρεκτόπιση της νιμεσουλίδης από θέσεις σύνδεσης από την τολβουταμίδη, το σαλικυλικό οξύ και το βαλπροϊκό οξύ. Εν τούτοις, παρά την πιθανή επίδραση στα επίπεδα πλάσματος, αυτές οι αλληλεπιδράσεις δεν αποδείχθηκε να είναι αξιοσημείωτες κλινικά.

4.6  Κύηση και γαλουχία: Η χρήση των δισκίων νιμεσουλίδης 100 mg αντενδείκνυται το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης (δείτε 4.3). Όπως και άλλα ΜΣΑΦ, τα δισκία νιμεσουλίδης 100 mg δεν συνιστώνται σε γυναίκες που επιχειρούν να συλλάβουν (δείτε παράγραφο 4.4). Όπως και τα άλλα ΜΣΑΦ, που είναι γνωστό ότι αναστέλλουν τη σύνθεση των προσταγλανδινών, η νιμεσουλίδη μπορεί να προκαλέσει πρώιμη σύγκλιση του αρτηριακού πόρου, πνευμονική υπέρταση, ολιγουρία, ολιγοάμνιο, αυξημένο κίνδυνο αιμορραγίας, αδράνεια μήτρας και περιφερικό οίδημα. Έχουν υπάρξει μεμονωμένες αναφορές νεφρικής ανεπάρκειας σε νεογνά που γεννήθηκαν από μητέρες που ελάμβαναν νιμεσουλίδη στο τέλος της κύησης. Επιπλέον, μελέτες σε κουνέλια έχουν δείξει άτυπη αναπαραγωγική τοξικότητα (δείτε παράγραφο 5.3) και δεν υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα στοιχεία από τη χρήση 100 mg κοκκίων/200 mg υπόθετων νιμεσουλίδης σε έγκυες γυναίκες. Ως εκ τούτου, ο δυνητικός κίνδυνος στους ανθρώπους είναι άγνωστος και η συνταγογράφηση του φαρμάκου κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων τριμήνων της κύησης δε συνιστάται. Γαλουχία: Δεν είναι γνωστό εάν η νιμεσουλίδη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Τα δισκία νιμεσουλίδης 100 mg αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της γαλουχίας (δείτε παραγράφους 4.3 και 5.3).

4.7   Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων: Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις των δισκίων νιμεσουλίδης 100 mg στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Εν τούτοις, ασθενείς που εμφανίζουν ζάλη, ίλιγγο ή υπνηλία μετά τη λήψη των δισκίων νιμεσουλίδης 100 mg πρέπει να αποφεύγουν την οδήγηση ή τη χρήση μηχανών.

4.8  Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ο ακόλουθος κατάλογος ανεπιθύμητων ενεργειών βασίζεται σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες* (περίπου 7.800 ασθενείς) και τη φαρμακοεπαγρύπνηση μετά την κυκλοφορία του προϊόντος με την αναφερόμενη συχνότητα να ταξινομείται ως πολύ συχνά (>1/10), συχνά (>1/100, 1/1.000, 1/10.000), πολύ σπάνια (<1/10.000), περιλαμβανομένων μεμονωμένων αναφορών.

Διαταραχές του αίματος

Σπάνια

Αναιμία*, Ηωσινοφιλία*

Πολύ σπάνια

Θρομβοκυτταροπενία, Πανκυτταροπενία, Πορφύρα

Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος

Σπάνια

Υπερευαισθησία*

Πολύ σπάνια

Αναφυλαξία

Διαταραχές του μεταβολισμού και της διατροφής

Σπάνια

Υπερκαλιαιμία*

Ψυχιατρικές διαταραχές

Σπάνια

Αγχος*, Νευρικότητα*, Εφιάλτες*

Διαταραχές του νευρικού συστήματος

Όχι συχνά

Ζάλη

Πολύ σπάνια

Κεφαλαγία, Υπνηλία, Εγκεφαλοπάθεια (σύνδρομο Reye)

Διαταραχές των οφθαλμών

Σπάνια

Θόλωση οράσεως*

Πολύ σπάνια

Οπτικές διαταραχές

Διαταραχές των ώτων και του λαβυρίνθου

Ι Ιολύ σπάνια

Ίλιγγος

Καρδιακές διαταραχές

Σπάνια

Ταχυκαρδία*

Αγγειακές διαταραχές

Όχι συχνά

Υπέρταση*

Σπάνια

Αιμορραγία*, Διακυμάνσεις της αρτηριακής πίεσης*, Εξάψεις*

Αναττνευστικές διαταραχές

Όχι συχνά

Δύσπνοια*

Πολύ σπάνια

Άσθμα, Βρογχόσπασμος

Γαστρεντερικές διαταραχές

Συχνά

Διάρροια*, Ναυτία*, Εμετός*

Όχι συχνά

Δυσκοιλιότητα*, Τυμπανισμός*, Γαστρίτιδα*

Πολύ σπάνια

Κοιλιακό άλγος, Δυσπεψία,

Στοματίτιδα

Μέλαινα κένωση, Γαστρεντερικη

αιμορραγία, Δωδεκαδακτυλικό

έλκος και διάτρηση. Γαστρικό

έλκος και διάτρηση

Ηπατοχολικές διαταραχές

(δείτε 4.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και

ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση»)

Πολύ σπάνια

Ηπατίτιδα, Κεραυνοβόλος ηπατίτιδα

(περιλαμβανομένων θανατηφόρων περιπτώσεων), Ίκτερος, Χολόσταση

Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού

Όχι συχνά

Κνησμός*, Εξάνθημα*, Αυξημένη εφίδρωση"

Σπάνια

Ιίρύθημα". Δερματίτιδα

Πολύ σπάνια

Ουρτικάρια, Αγγειονευρωτικό

οίδημα

Οίδημα προσώπου, Πολύμορφο

ερύθημα

Σύνδρομο Stevens-Johnson,

Τοξική επιδερμική νεκρόλυση

Διαταραχές των νεφρών και ουροποιητικού συστήματος

Σπάνια

Δυσουρία*, Αιματουρία", Επίσχεση ούρων*

Πολύ σπάνια

Νεφρική ανεπάρκεια, Ολιγουρία Διάμεση νεφρίτιδα

Γενικές διαταραχές

Όχι συχνά

Οίδημα*

Σπάνια

Κακουχία*, Εξασθένηση*

Ι Ιολύ σπάνια

Υποθερμία

Εργαστηριακές εξετάσεις

Συχνά

Αύξηση ηπατικών ενζύμων*

*συχνότητα βασισμένη σε κλινικές μελέτες. 

4.9 Υπερδοσολογία:Τα συμπτώματα από οξεία υπερδοσολογία σε ΜΣΑΦ περιορίζονται συνήθως σε λήθαργο, υπνηλία, ναυτία, έμετο και επιγαστρικο πόνο, τα οποία είναι γενικά αναστρέψιμα με υποστηρικτική θεραπεία. Γαστρεντερική αιμορραγία μπορεί να εμφανισθεί. Υπερένταση, οξεία νεφρική ανεπάρκεια, αναπνευστική καταστολή και κώμα μπορεί να εμφανισθούν, αλλά είναι σπάνια. Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις έχουν αναφερθεί με λήψη θεραπευτικών δόσεων ΜΣΑΦ, και μπορεί να εμφανισθούν μετά από υπερδοσολογία.. Οι ασθενείς θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με συμπτωματική και υποστηρικτική θεραπεία μετά από υπερδοσολογία ΜΣΑΦ. Δεν υπάρχουν ειδικά αντίδοτα. Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες όσον αφορά την απομάκρυνση της νιμεσουλίδης μέσω αιμοκάθαρσης, αλλά με βάση τον υψηλό βαθμό σύνδεσης της (έως και 97,5%) με τις πρωτεΐνες του πλάσματος η αιμοκάθαρση είναι απίθανο να είναι χρήσιμη σε υπερδοσολογία. Η πρόκληση εμετού και/ ή ενεργός άνθρακας (60 έως 100 g σε ενήλικες) και/ ή ωσμωτικό καθαρτικό μπορεί να ενδείκνυται σε ασθενείς που εξετάζονται εντός 4 ωρών μετά τη λήψη και έχουν συμπτώματα ή μετά από μεγάλη υπερδοσολογία. Προκλητή διούρηση, αλκαλοποίηση των ούρων, αιμοκάθαρση ή αιμοδιάλυση μπορεί να μην είναι χρήσιμα λόγω της υψηλής πρωτεϊνικής σύνδεσης. Η νεφρική και η ηπατική λειτουργία θα πρέπει να παρακολουθούνται.

5.  ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ. 5.1  Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες: Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Κωδικός ATC: Μ01Χ17 . Η νιμεσουλίδη είναι ένα μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο με αναλγητικές και αντιπυρετικές ιδιότητες που δρα ως ένας αναστολέας του ενζύμου της σύνθεσης των προσταγλανδινών κυκλοξυγενάση.

5.2  Φαρμακοκινητικές ιδιότητες: Η νιμεσουλίδη απορροφάται καλώς όταν δίνεται από το στόμα. Μετά από εφ' άπαξ δόση l00mg νιμεσουλίδης το μέγιστο επίπεδο πλάσματος που είναι 3-4mg/L επιτυγχάνεται μετά από 2-3 ώρες στους ενήλικες. AUC = 20-35 mg h/L. Δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ αυτών των τιμών και αυτών που παρατηρήθηκαν μετά από χορήγηση l00mg δύο φορές την ημέρα για 7 ημέρες. Έως και 97,5% συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος. Η νιμεσουλίδη μεταβολίζεται εκτενώς στο ήπαρ ακολουθώντας διάφορες οδούς, περιλαμβανομένων των ισοενζύμων (CYP)2C9 του κυτοχρώματος Ρ450. Ως εκ τούτου, είναι πιθανή η δυνατότητα για φαρμακευτική αλληλεπίδραση σε περίπτωση συνδυασμένης χορήγησης με φάρμακα που μεταβολίζονται από το CYP2C9 (δείτε στην παράγραφο 4.5). Ο κύριος μεταβολίτης είναι το παρα-υδρόξυ παράγωγο που είναι επίσης φαρμακολογικά ενεργό. Ο λανθάνων χρόνος πριν την εμφάνιση αυτού του μεταβολίτη στη κυκλοφορία είναι μικρός (περίπου 0,8 ώρες) αλλά η σταθερά σχηματισμού του δεν είναι υψηλή και είναι σημαντικά χαμηλότερη από τη σταθερά απορρόφησης της νιμεσουλίδης. 11 υδροξυνιμεσουλίδη είναι ο μόνος μεταβολίτης που βρίσκεται στο πλάσμα και είναι σχεδόν εξ' ολοκλήρου συνδεδεμένος. Ο Τ1/22 είναι μεταξύ 3,2 και 6 ώρες. Η νιμεσουλίδη απεκκρίνεται κυρίως με τα ούρα (περίπου 50% της χορηγηθείσας δόσης). Μόνο 1-3% απεκκρίνεται ως αμετάβλητη ουσία. Η υδροξυνιμεσουλίδη, ο κύριος μεταβολίτης βρίσκεται μόνο ως γλυκουρονίδιο. Περίπου 29% της δόσης αποβάλλεται μετά από μεταβολισμό με τα κόπρανα. Το φαρμακοκινητικό προφίλ της νιμεσουλίδης παρέμεινε αμετάβλητο στους ηλικ